- ακερσεκόμης
- ἀκερσεκόμης, ο (Α)1. ο ακούρευτος, αυτός που διατηρεί μακριά, κυματίζουσα κόμη, ο πάντα νέος (γιατί οι νέοι έκοβαν τα μαλλιά τους όταν έφταναν στην αντρική ηλικία)«Φοῑβος ἀκερσεκόμης» (Όμ. Υ 39, Ύμν. εις Απόλ. 134)2. νεανίας, νέος.[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο τού Απόλλωνος, που απαντά ήδη στον Όμηρο και σημαίνει «αυτόν που δεν κόβει τα μαλλιά του» και κατ' επέκταση «τον πάντα νέο». Η λ. σχηματίζεται από ἀ- στερητ., από το θ. τού ενσίγμου αορίστου ἔκερσα τού ρήματος κείρω και από το ουσ. κόμη. Ο παράλληλος τ. τής λέξεως ἀκειρεκόμης, που απαντά στον Πίνδαρο, σχηματίζεται από το ενεστωτικό θ. τού ρήματος κείρω].
Dictionary of Greek. 2013.